Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Η ανία της ύπαρξης

Δεν ξέρω πόσες φορές έχω βρεθεί τον τελευταίο καιρό να βαριέμαι τη ζωή μου. Βασικά, είναι λίγο πιο παράξενο. Δεν είναι ακριβώς ότι βαριέμαι, γιατί υπάρχουν αρκετές στιγμές κάθε μέρα που δεν βαριέμαι. Είναι περισσότερο το ότι όλα μοιάζουν να μην έχουν και κάποιο νόημα. Κάνουμε έρευνα στο εργαστήριο. Ωραία, γιατί; Ποιον βοηθάμε; Κανέναν, πέρα από εμάς να βγάλουμε κάποια λεφτά. Αυτόν τον μύθο της συλλογικής συνεισφοράς στην κοινότητα που απλά λόγω της υπερεξειδίκευσης των δυτικών κοινωνιών δεν μπορεί ο μέσος εργαζόμενος να τη δει, δεν μπορώ να τον δεχθώ τις περισσότερες φορές. Όχι τόσο γιατί όντως δεν ισχύει. Πράγματι, σε αρκετά επαγγέλματα η συνεισφορά του καθενός είναι το όντι μικρή αλλά υπαρκτή. Σε ό,τι αφορά όμως εμάς είναι το ουχί μικρή αλλά ανύπαρκτη. Όχι γιατί είμαστε ένα μικρό εργαστήριο, αλλά γιατί, πώς να το κάνουμε, όσα κάνουμε στον τομέα μας απαξιώνονται γρήγορα. Πολύ γρήγορα. Τόσο γρήγορα που μέχρι να καταλάβεις τι έκανες, δεν έχει σημασία γιατί κάποιος άλλος το έκανε καλύτερα. Έτσι κάπως, καταλήγουν πολλά μικρά «εγώ» να ερευνούν στο όνομα κάποιας επιστήμης κάτι καινοτόμο που η μόνη στιγμή που είναι καινοτόμο είναι η ίδια του η γέννηση - κι αυτό με πολλές αμφιβολίες.

Κουραφέξαλα, λοιπόν. Τίποτα δεν είναι σημαντικό τις περισσότερες φορές. Αντιθέτως, ο χώρος της επιστήμης είναι τόσο κορεσμένος από «επιστήμονες» που έχουμε καταλήξει απλώς να κυνηγούμε την ουρά μας. Κάπου εκεί από την υποχρηματοδότηση της επιστήμης στην δαπάνη τεραστίων κεφαλαίων χάσαμε το μέτρο. Κάναμε και την επιστήμη μία ακόμα βιομηχανία, με αποτέλεσμα τελικά να έχουμε τόννους δημοσιεύσεων, μυριάδες νέες δουλειές και τελικά πολύ λιγότερο όφελος σαν κοινωνία. Γιατί, δεν μπορώ να δεχθώ ούτε ότι πολλοί άνθρωποι που απλώς επισημαίνουν σε διεθνή περιοδικά προφανή πράγματα σχηματίζουν όντως μία παραγωγική και αποτελεσματική κοινότητα. Μάλλον, σχηματίζουν μία κοινότητα που ξέρει καλά πώς να τρώει, άθελά της, ίσως, δημόσιους πόρους - ή και ιδιωτικούς, δεν έχει τόση σημασία, τελικά. Διότι, για να μην έχουν επισημανθεί ως τώρα προφανείς αλήθειες, μάλλον δεν ήταν χρήσιμες με κάποιον τρόπο. Αντιθέτως, ήταν καλά χωμένες σε κάποιο από εκείνα τα συρτάρια της επιστήμης που κανείς δεν ανοίγει μέχρι να χρειαστεί κάτι που είναι καταχωνιασμένο σ' αυτά.

Τέλος πάντων, ανεξάρτητα από τις όποιες κοινωνικές προεκτάσεις έχει το ισχύον μοντέλο διάδοσης της επιστήμης και κατανομής των κοινών πόρων στις διάφορες ερευνητικές δραστηριότητες, η αλήθεια είναι ότι μία παρενέργεια που πιστεύω έχει σε πολλούς - σίγουρα σ' εμένα - είναι η πλήξη. Η έρευνα πρέπει να είναι μία διαδικασία που ανάβει φωτιές, που δίνει κίνητρα και ενθουσιάζει. Αντ' αυτού, προς το παρόν αυτές οι στιγμές είναι πολύ λιγότερες από τις μέρες που απλώς κυνηγάμε προθεσμίες. Προθεσμίες και άγχος, αυτό είναι που κυριαρχεί στην έρευνα σήμερα - τουλάχιστον αυτό μπορώ να πω με τα 2 και κάτι χρόνια εμπειρίας μου. Προθεσμίες που είτε πιαστούν είτε όχι δεν έχει και τόση σημασία και άγχος που υπάρχει απλά για να υπάρχει. Έχει γίνει συνήθεια το άγχος. Τόσο συνηθισμένο είναι που έχει καταντήσει βαρετό. Κι αυτή η πλήξη που εκπορεύεται από το άγχος έχει γίνει με τη σειρά της τόσο ανιαρή, τόσο μίζερη και ανούσια, που οδηγεί σε μία μετα-ανία.

Τόσο βαρετή καθιστά τη ζωή το άγχος που είναι σαν να την ξεβάφει σταδιακά. Βασικά, αυτό ακριβώς κάνει. Το άγχος είναι σαν ένα χοντρό πινέλο που είναι λίγο βρεγμένο στην άκρη του. Μ' αυτό το πινέλο πιάνουμε τον νωπό καμβά της ζωής μας και τον περνάμε απαλά και βιαστικά απ' άκρη σ' άκρη πολλές φορές κάθε μέρα, κάθε βδομάδα, κάθε μήνα. Σιγά σιγά όλα τα χρώματα που είχε στην αρχή αυτός ο καμβάς αρχίζουν και θαμπώνουν. Όλα τα σχέδια αρχίζουν και χάνονται, αρχίζουν και θολώνουν όλο και περισσότερο. Στο τέλος, δε μένει παρά μία μεγάλη πολύχρωμη ομίχλη, όπως είναι οι αναμνήσεις μας. Κάπως σαν να καταφέρνει αυτό το πινέλο να κάνει την παρούσα ζωή αυτόματα ένα μέρος του παρελθόντος. Από εκεί που ζεις στο «τώρα» και στο «σήμερα», βρίσκεσαι κάθε στιγμή ταυτόχρονα στο «χθες». Βασικά, όχι, βρίσκεσαι στο «τώρα», αλλά το βλέπεις σαν αυτό να έγινε χθες. Το ανακυκλούμενο αυτό άγχος είναι που κάνει τη ζωή μία διαρκή αναπόληση του παρόντος, ενός παρόντος που δε ζεις, αλλά μπορείς, τουλάχιστον, να θυμάσαι.

Όμως, αν το παραπάνω είναι η σαφής διατύπωση ενός προβλήματος, τότε το να το συζητάμε και πολύ δεν έχει τόση αξία. Διότι, το να εντοπίσει κανείς το πρόβλημα έχει αξία μόνο όσο δεν το έχει εντοπίσει. Άπαξ κι αυτό συμβεί, παύει να είναι χρήσιμο να ξέρει κανείς πιο είναι το πρόβλημα. Βασικά, δεν έχει καμία αξία καν να βρεις το πρόβλημα που σε απασχολεί πιο είναι αν, εκ προοιμίου, δεν έχεις αποφασίσει να βουτήξεις πιο βαθιά. Είναι σαν να μπαίνεις στη θάλασσα απλά και μόνο για να βρέξεις τα μαλλιά σου και μετά να βγεις έξω. Τσάμπα το λούσιμο. Έτσι, πέρα από το πρόβλημα αυτού του κυκλικού και αυτοαναπαραγόμενου άγχους, πρέπει κανείς να βρει και μία λύση. Ή, πιο σωστά, πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει με αυτό. Διότι, δεν έχουν όλα τα προβλήματα κάποια λύση ή, πολλές φορές, κι αν έχουν λύση, αυτή δεν είναι προσβάσιμη. Έτσι, έχοντας κανείς μία ένα πρόβλημα στα χέρια του, καλείται να απαντήσει μία κομβική ερώτηση: «Το λύνω;».

Κάθε απάντηση στην παραπάνω ερώτηση μπορεί να είναι δυνάμει απελευθερωτική. Σαφώς, αν κανείς έχει το σθένος να αναζητήσει λύσεις κι αν έχει, μάλιστα, την τύχη και την ικανότητα να τις βρει, τότε δεν έχουμε και κάτι να συζητήσουμε πέρα από το προφανές. Ωστόσο, η περίπτωση που έχει «ενδιαφέρον» - τουλάχιστον με έναν σαδιστικό τρόπο - είναι αυτή που κανείς συμφιλιώνεται με το πρόβλημα. Η ιδέα της συμφιλίωσης με κάτι κακό είναι, ουσιαστικά, μία ψευδεπίγραφη δήλωση και τίποτα παραπάνω. Κανείς δε συμφιλιώνεται με κάτι που τον βλάπτει. Απλώς, αποδέχεται ένα ποσοστό μιζέριας στη ζωή του. Αλλά, κι αυτή η αποδοχή, πολλές φορές είναι μία προσωρινή ή μόνιμη λύση. Διότι, αν κανείς είναι εγκλωβισμένος στο ασανσέρ του μέχρι να έρθει η πυροσβεστική, δεν έχει παρά απλώς να αποδεχθεί με την κατάσταση. Κάπως έτσι, η απώλεια ελέγχου ή, πιο σωστά, η απώλεια της ψευδαίσθησης του ελέγχου της ζωής μας - ή, ακόμα χειρότερα, του κόσμου ολόκληρου - μπορεί εύκολα να απελευθερώσει. Διότι, αν κανείς δεχθεί ότι δεν έχει τον έλεγχο, δέχεται σχεδόν αναντίρρητα κι ότι δεν έχει και πολλά να αγχώνεται. Αν τα περισσότερα πράγματα είναι εκτός ελέγχου, γιατί να αγχωθώ; Αν δεν μπορώ να ελέγξω τα όσα συμβαίνουν, ποιο το νόημα να με απασχολεί το ότι συμβαίνουν; Το άγχος κι η ζωή είναι σαν τη θάλασσα πολλές φορές. Δε σε νοιάζει πώς βρέθηκε το νερό γύρω σου, αλλά να μείνεις στην επιφάνεια. Και μόνο μόλις μάθεις να μένεις στην επιφάνεια, μόλις αφήσεις το σώμα σου χαλαρό να το παρασύρει ο κυματισμός της ύπαρξης, μόνο τότε μπορείς πραγματικά να πάρεις τον έλεγχο στα χέρια σου.

Ο έλεγχος στη ζωή, αν υπάρχει, είναι από αυτά τα πράγματα που δεν μπορείς να ελέγξεις. Για να έχεις τον έλεγχο πρέπει πρώτα να αποδεχθείς ότι δεν τον έχεις, εν γένει. Διότι, όσο κανείς θεωρεί ότι μπορεί να τον έχει, δεν καταφέρνει να τον έχει, όπως ακριβώς, όσο κανείς σφίγγεται και συσπάται για να μείνει στην επιφάνεια του νερού, απλά βυθίζεται όλο και περισσότερο. Στο τέλος της ημέρας, αν κανείς φτάσει αρκετά βαθιά κάτω από την επιφάνεια του νερού, απλά πεθαίνει. Έτσι και με τη ζωή, με το άγχος, με τα προβλήματα, με τις σκοτούρες, με τα πάντα. Αν κανείς μπει πολύ βαθιά σε αυτά, πεθαίνει. Όχι απαραίτητα φυσικά. Άλλωστε, δεν αναπνέουν όλοι οι ζωντανοί και δεν ζουν όλοι όσοι αναπνέουν.

Συνεπώς, τι κι αν αγχώνεται κανείς; Στην καλύτερη, απλά να κάνει τα πράγματα χειρότερα για τους άλλους. Στη χειρότερη, απλά να τα κάνει χειρότερα για τον ίδιο. Στο κάτω-κάτω της γραφής, τι πειράζει κι αν η ζωή είναι βαρετή; Ίσως στις χαραμάδες αυτής της βαρεμάρας να κρύβονται οι μεγαλύτεροι ενθουσιασμοί...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου