Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Ένα κινούμενο κομμάτι ιστορίας

Τα απογεύματα συχνά βρίσκομαι στον χώρο ενός φροντιστηρίου, διατελώντας χρέη γραμματέως - ή αυτό που λέμε «παιδί για όλες τις δουλειές». Ο χώρος έχει μία μεγάλη τζαμαρία στην είσοδό του, τόσο μεγάλη που ίσως περισσότερο θα ταίριαζε σε ένα εμπορικό κατάστημα παρά σε ένα φροντιστήριο. Όπως και να έχει, αυτή η μεγάλη τζαμαρία αποτελεί το φυσικό και συναισθηματικό όριο του φροντιστηρίου με τον έξω κόσμο. Ως σύνορο ανάμεσα σε δύο κόσμους, πολλοί δελεάζονται να το ακουμπήσουν και, λόγω της ευαίσθητης γυάλινης φύσης του, άθελά τους να το λερώσουν. Έτσι, αυτό το μικρό γυάλινο σύνορο χρειάζεται τη συντήρησή του.

Αυτή τη συντήρηση, φαινομενικά μικρή αλλά ζωτικής σημασίας, την έχει αναλάβει για το εν λόγω φροντιστήριο ένας πλανόδιος καθαριστής, ο οποίος μας έχει συστηθεί ως Τζένγκις Χαν - φαντάζομαι, χωρίς να είναι πράγματι αυτό το όνομά του. Όπως και να έχει, η σχέση του φροντιστηρίου με τον Χαν είναι, θα έλεγε κανείς, ασταθής. Αρχικά, δεν υπάρχει κάποιο πρόγραμμα καθαρισμού της τζαμαρίας του φροντιστηρίου. Ο Χαν περνάει συνήθως κάθε εβδομάδα, αφήνει τον εξοπλισμό του κάτω, μπροστά από τη τζαμαρία, και ρωτάει με μία χαρακτηριστικά ψιλή φωνή: «Κάνουμε τζάμια, φίλε;!». Έπειτα ακολουθεί ένα παζάρι ανατολίτικου τύπου ανάμεσα στον ιδιοκτήτη του φροντιστηρίου και τον Χαν, αντικείμενο του οποίου δεν είναι κάποιο πολύτιμο πετράδι ή κάποιο σπάνιο μπαχαρικό, αλλά η μέρα της εβδομάδας την οποία θα περάσει για να καθαρίσει τη τζαμαρία ο Χαν. Ανάλογα με τις ορέξεις του ιδιοκτήτη, το παζάρι μπορεί να πάρει πολλές τροπές. Άλλοτε, ο Χαν καταφέρνει και κλείνει μία συμφωνία για κάποια συγκεκριμένη μέρα της εβδομάδας. Άλλοτε πάλι φεύγει με άδεια χέρια, με τον ιδιοκτήτη να του λέει γενικά κι αόριστα ότι «θα δούμε από 'βδομάδα». Άλλοτε, σπάνια, βέβαια, ο Χαν καταφέρνει και κερδίζει το παζάρι, καθαρίζοντας τελικά τη τζαμαρία του φροντιστηρίου επί τόπου.

Όπως κι αν έχει, κάθε περίπου δύο με τρεις εβδομάδες ο Χαν έρχεται από το φροντιστήριο και καθαρίζει τη τζαμαρία, πάντα με τον ίδιο τρόπο - τον οποίο και παρατηρώ κάθε φορά με περισσή ικανοποίηση, καθώς φαίνεται να είναι προσεκτικά χορογραφημένος. Αρχικά, έρχεται μέσα για να γεμίσει τον κουβά του με λίγο νερό - σπάνια τον θυμάμαι να έχει ήδη νερό στον κουβά του από κάποια προηγούμενη δουλειά του. Έπειτα, ρίχνει λίγο από κάποιο καθαριστικό στον κουβά του και το ανακατεύει για λίγο. Ξεκινώντας από την εξωτερική μεριά των τζαμιών, τα περνάει όλα με γρήγορες, κοφτές και υπολογισμένες κινήσεις με αυτό του σαπουνόνερο με τη βοήθεια ενός εργαλείου που θυμίζει «Τ» και που στην άκρη του έχει ένα λεπτό σφουγγάρι. Αφού έχει τελειώσει με αυτό, χρησιμοποιώντας ένα πανί - που, πολλές φορές, για να φτάνει, το στουμπώνει στην άκρη ενός μεγάλου σκουπόξυλου - σκουπίζει όλα τα νερά πάνω από τα τζάμια, ακολουθώντας τα μονοπάτια που έχει προηγουμένως χαράξει πάνω στο γυαλί η σαπουνάδα. Κλείνοντας την μικρή του παράσταση, ο Χαν ζητάει τη σφουγγαρίστρα του φροντιστηρίου για να καθαρίσει από το πάτωμα όσα νερά έχουν πέσει.

Όλος αυτός ο χορευτικός μονόλογος είναι συνήθως βουβός. Ο Χαν, μετά το αρχικό παζάρεμα, δε μιλά παρά μονάχα για να ζητήσει νερό και σφουγγαρίστρα, πάντα ξεκινώντας με την αρκετά γλυκιά προσφώνηση: «Φίλε». Πιθανότατα, επειδή κατάγεται από κάποια χώρα της κεντρικής Ασίας, το «φίλε» αυτό δεν είναι παρά απλώς μία πασπαρτού λύση για τον ίδιο, ωστόσο, τον καθιστά αμέσως συμπαθή - τουλάχιστον σ' εμένα, χωρίς να μπορώ να πω το ίδιο και για τον ιδιοκτήτη του φροντιστηρίου. Αυτή η συμπάθεια, σε συνδυασμό με τις ρυθμικές κινήσεις του Χαν, συχνά με υπνωτίζουν, ταξιδεύοντάς με αρκετά μακριά από την σχεδόν πακτωμένη στο έδαφος καρέκλα μου. Ο Χαν φαίνεται σε ηλικία που, θα ανέμενε κανείς, να έχει κάποια οικογένεια. Από την άλλη, όντως μετανάστης, ίσως και να έχει έρθει μόνος του στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας οικονομικά την οικογένεια που έχει αφήσει πίσω του - είτε είναι η δική του οικογένεια, είτε η πατρική του. Έπειτα, ο Χαν πρέπει να έχει ταξιδέψει σίγουρα πολύ για να έχει φτάσει στη χώρα μας. Το δέρμα του προδίδει τόσο τις ταλαιπωρίες του όσο και, αδρομερώς, την μακρινή καταγωγή του. Και ποιος ξέρει τι έχει συναντήσει στο δρόμο του για την Ελλάδα; Ποιος ξέρει πόσες και πόσες δυσκολίες συνάντησε για να φτάσει μέχρι την Αθήνα και πόσες και πόσες δυσκολίες είχε στην πατρίδα του, που τον ανάγκασαν να φύγει από εκεί, για να φτάσει ίσως και στην άλλη άκρη του κόσμου.

Σαν τον Χαν υπάρχουν εκατομμύρια σ' όλον τον κόσμο. Όλοι αυτοί οι μικροί Χαν έχουν ένα κοινό, τουλάχιστον: είναι μέρος της ζωντανής ισοτρίας. Θυμάμαι στο σχολείο να διδασκόμαστε από το δημοτικό ακόμα για τους αρχαιοελληνικούς αποικισμούς, για το πώς οι λαοί μεταναστεύουν από τόπο σε τόπο για να βρουν μία καλύτερη τύχη, ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό όμως πάντα είναι πολύ αφηρημένα γραμμένο. Αντιθέτως, ο Χαν, κι ο κάθε Χαν, είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο. Είναι η ενσάρκωση ενός τμήματος της ιστορίας, με πόδια, χέρια, όνομα. Με ταυτότητα. Κάθε τέτοιος Χαν είναι η πραγμάτωση της ιστορίας. Πίσω από αυτές τις αρμονικές κινήσεις που καθαρίζουν ένα τζάμι βρίσκεται όλη η ιστορία του κόσμου, που παίζεται σ' επανάληψη. Πόνοι, θλίψεις, χαρές, έρωτες, όλα αυτά κρύβονται κάθε στιγμή πίσω από το στύψιμο ενός πανιού, το σφουγγάρισμα ενός δαπέδου.

Κι ο Χαν, ευτυχώς, έρχεται αρκετά συχνά για να μου το θυμίζει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου