Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Ο πρωθυπουργός Σκόρδος...

Διαβάζοντας μία ιστορία από το Δεκαήμερον του Βοκάκιου (εκδόσεις: γράμματα, μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης) τις προάλλες δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να συγκρίνω την εποχή του Βοκάκιου και την τραγελαφικότητα της πραγματικότητάς του με τη δική μας εποχή και πραγματικότητα. Και τότε όλα έγιναν λίγο πιο αστεία, γιατί, όπως και κάποιοι πρόσφατοι «πολιτικοί» ποιμένες (σε εισαγωγικά είναι, σαφώς, ο χαρακτηρισμός που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα) έτσι και ο πατέρας Σκόρδος της ιστορίας, για αλλού ξεκίνησε και αλλού βρέθηκε, μόνο που το ακροατήριο δεν «πήρε πρέφα», όπως λέμε στην καθομιλουμένη, και ακολούθησε πιστά (ιστορίες γνωστές και πληγές παλιές). Έτσι λοιπόν, η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη στην εν λόγω ιστορία. Η πένα λοιπόν περνάει στον Βοκάκιο και τα συμπεράσματα σε εσάς!


ΗΜΕΡΑ ΕΚΤΗ
Χ 
Η ΕΥΦΡΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ
Ο αδελφός Σκόρδος υπόσχεται σε μερικούς χωριάτες να τους δείξει ένα φτερό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Βρίσκει κάρβουνα στη θέση των φτερών και διατείνεται πως προέρχονται από τη σκάρα του Αγίου Λαυρεντίου.

Αφού όλα τα μέλη της συντροφιάς είχαν διηγηθεί την ιστορία τους, ο Διονέος κατάλαβε πως είχε έρθει η σειρά του. Δίχως λοιπόν να περιμένει επίσημη διαταγή, επέβαλε σιωπή σ' αυτούς που επαινούσαν τη φράση του Γκουίντο, και άρχισε:

Χαριτωμένες μου κυρίες, αν και έχω το προνόμιο να μιλάω πάνω σε οποιοδήποτε θέμα της αρεσκείας μου , σήμερα δε θ' απομακρυνθώ από το θέμα που τόσο τέλεια έχετε όλες σας αναπτύξει. Ακολουθώντας τα χνάρια σας, θα εκθέσω με πόση πονηριά και ετοιμότητα ένας καλόγερος του Αγίου Αντωνίου απέφυγε να πέσει στην παγίδα που του είχαν στήσει δύο νέοι. Μην ανησυχήσετε αν, για να φέρω σε αίσιο πέρας την ιστορία μου παρασυρθώ να μιλήσω λίγο εκτενέστερα· κοιτάξτε τον ήλιο: είναι ακόμα στα μισά του δρόμου του.

Το Τσερτάλντο, όπως έχετε ίσως ακουστά, είναι ένα από τα χωριά του Βαλ ντ' Έλσα, στην περιοχή της επαρχείας μας. Είναι μικρό μέρος, αλλά κιόλας από κείνη την εποχή το κατοικούσαν αρχοντάνθρωποι και παραλήδες.Επειδή τρυγούσε άφθονη βοσκή εκεί πέρα, ένας καλόγερος του Αγίου Αντωνίου, ο αδελφός Σκόρδος, συνήθιζε από καιρό να πηγαίνει μια φορά το χρόνογια να μαζεύει όλες τις ελεημοσύνες που κάνουν οι κουτοί στα μοναστήρια. Ο Σκόρδος ήταν πρόσωπο αγαπητό, και εξαιτίας της ευσέβειας του κοσμάκη, αλλά και χάρη στ' όνομά του, επειδή εκείνη η γωνιά της γης έβγαζε σκόρδα ξακουστά σ' ολόκληρη την Τοσκάνη. Ήταν κοντούλης και κοκκινοτρίχης, με πρόσωπο πάντα χαμογελαστό, κι ο μεγαλύτερος αγιογδύτης του κόσμου. Κοντά στ' άλλα, και παρά την παχυλή του αγραμματοσύνη, είχε τόση ευφράδεια και τόση ετοιμότητα στις απαντήσεις του, που, αν δεν τον ήξερες, θα τον έπαιρνες για σπουδαίο ρήτορα, για τον ίδιο τον Κικέρωνα ή τον Κουιντιλιανό. Και δεν ήταν κανένας σχεδόν στον τόπο που να μην τον είχε φίλο ή να μην ήθελε το καλό του.

Κατά τη συνήθειά του, ο αδελφός Σκόρδος ήρθε μια χρονιά στο Τσερτάλντο, μέσα Αυγούστου, να κάνει το γύρο του. Και μια Κυριακή πρωί, που άντρες και γυναίκες από τις γύρω αγροικίες είχαν μαζευτεί στην εκκλησία για τη λειτουργία, μόλις έκρινε τη στιγμή κατάλληλη, γύρισε και τους είπε:
«Αφέντες και κυράδες, έχετε τη συνήθεια, καθώς ξέρετε, να δίνεται κάθε χρόνο για τους φτωχούς του άρχοντα μεσέρ Αγίου Αντωνίου ένα μέρος από τα σπαρτά κι απ' το σιτάρι σας, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, ανάλογα με τα μέσα και με την ευλάβειά σας. Επειδή, τέλος πάντων, ο μεγάλος Άγιος Αντώνιος φυλάει τα βόδια σας, τα γαϊδούρια σας, τα γουρούνια και τα προβατά σας, συνηθίζετε, προπάντων όσοι είστε γραμμένοι στα κατάστιχα του τάγματός μας, να πληρώνετε κάθε χρόνο τη συνδρομή σας. Ο προϊστάμενός μου, που είναι ο μεσέρ ηγούμενος, με έστειλε να μαζέψω τις προσφορές σας. Λοιπόν, με την ευλογία του Θεού, όταν θα' ρθει η ένατη ώρα της μέρας και θ' ακούσετε να σημαίνουν οι καμπάνες, ελάτε στην πλατεία, μπροστά στην εκκλησία, όπου, κατά τη συνήθεια, θα κάνω το κήρυγμά μου και θα σας δώσω να φιλήσετε τον σταυρό. Επίσης, ξέροντας όλη σας την ευλάβειά για τον Άγιο Αντώνιο, θα σας δείξω, από ειδική εύνοια απέναντί σας, θα σας δείξω, λεώ, ένα άγιο και πολύ ωραίο λείψανο, που το' φερα εγώ ο ίδιος από τους μακρινούς Αγίους Τόπους: πρόκειται για ένα φτερό του Αρχάγγελου Γαβριήλ, που το άφησε στην κάμαρα της Παρθένου Μαρίας, όταν κατέβηκε στο σπίτι της, στη Ναζαρέτ, τη μέρα του Ευαγγελισμού».
Αυτά είπε και ξαναγύρισε στην Αγία Τράπεζα.

Ανάμεσα στο εκλησίασμα που άκουγε το λόγο του αδελφού Σκόρδου ήταν και δύο νέοι, τετραπέρατοι σε πονηριά - τον ένα τον έλεγαν Τζοβάνι ντε Μπρακονιέρα, τον άλλο Μπιάτζιο Πιτσίνι.Γέλασαν αναμεταξύ τους για τα άγια λείψανα του αδελφού Σκόρδου, αν και αν και ήταν πολύ φίλοι του και άνθρωπο της παρέας του, και συμφώνησαν να του παίξουν ένα τσουχτερό αστείο σχετικά μ' εκείνο το φτερό. Είχαν πληροφορηθεί πως ο αδελφός Σκόρδος θα γευμάτιζε στο χωριό, στο σπίτι κάποιου φίλου του, κι όταν έκριναν πως θά' χε καθίσει κιόλας στο τραπέζι, πήγαν στο πανδοχείο όπου έμενε ο καλόγερος, με το σκοπό να πιάσει ο Μπιάτζιο τα λόγια με τον υπηρέτη του αδελφού Σκόρδου, και ο Τζοβάνι να ψάξει τις βαλίτσες, να βρει το περίφημο φτερό και να το πάρει, για να δουν πώς θα δικαιολογούσε στου πιστούς αυτήν την εξαφάνιση.

Ο αδελφός Σκόρδος είχε έναν υπηρέτη, που άλλοι τον έλεγαν Γκούτσιο Μπαλένα, άλλοι Γκούτσιο Ιμπράτα και άλλοι Γκούτσιο Πόρκο. Η ασκήμια του ξεπερνούσε αφαλώς όλες τις δημιουργίες του Λίπο Τόπο*. Ο καλόγερος συνήθιζε να λέει γι' αυτόν κοροϊδευτικά στην παρέα του:
«Ο υπηρέτης μου έχει εννιά ελαττώματα, τόσο τρομερά, που ένα από δαύτα θα' ταν αρκετό για να καταστρέψει κάθε αρετή, κάθε νοημοσύνη, κάθε αγιότητα σε έναν Σολομώντα, έναν Αριστοτέλη, έναν Σενέκα.Φανταστείτε λοιπόν τι μπορεί να είναι ο ίδιος που δεν έχει ούτε αρετή, ούτε νοημοσύνη, ούτε αγιότητα».

Τον ρωτούσαν καμιά φορά ποια ήταν αυτά τα εννιά ελαττώματα. Τα' χε φτιάξει σε στίχους, και αποκρινόταν:
«Τι είναι ο λεγάμενος; Ακούστε:

Τεμπέλης, τσαπατσούλης, αποκτηνωμένος,
ακατάστατος, απειθής, αφηρημένος,
ψεύτης, αγενής, στριμμένος.

Ξέχωρα μερικά άλλα στραβά, που καλύτερα να μη μιλήσω γι' αυτά. Αλλά το πιο αστείο είναι πως, όπου κι αν βρεθεί, θέλει να παντρευτεί και να νοικιάσει σπίτι. Μ' αυτά τα μακριά γένια του, τα μαύρα και λιγδιασμένα, φαντάζεται πως είναι όμορφος και γοητευτικός, και πως τον ερωτεύονται όλες οι γυναίκες μόλις τον δουν. Αν δεν του σφίξεις τα λουριά, είναι άξιος να τρέχει πίσω από κάθε γυναίκα, με τη ζώνη του λυμένη. Ωστόσο, μου είναι πολύ χρήσιμος, για το λόγο ότι κανένας δεν μπορεί να μου μιλήσει κρυφά, δίχως να' χει κι αυτός το μερίδιό του απ' τη συνομιλία, και σαν έρχονται να με ρωτήσουν κάτι, από το φόβο του μη δεν ξέρω ν' απαντήσω, πετάγεται αυτός και λέει ναι η όχι, κατά το κέφι του».

Τέτοιον άνθρωπο είχε αφήσει ο αδελφός Σκόρδος στο πανδοχείο συστήνοντάς του να μην επιτρέψει σε κανέναν ν' αγγίξει τη βαλίτσα του, και προπάντων το δισάκι του μέσα στο οποίο είχε βάλει τα άγια λείψανα. Αλλά, αν το αηδόνι το τραβούν οι πράσινες φυλλωσιές, τον Γκούτσιο Ιμπράτα τον τραβούσε  ακόμα περισσότερο η κουζίνα, προπάντων αν υποψιαζόταν την παρουσία δουλικού. Ίσα ίσα εκείνη την στιγμή βρισκόταν στην κουζίνα η υπηρέτρια του πανδοχείου, μία κοπέλα παχιά και κοντοφάρδουλη, με ένα ζευγάρι στήθια ίδια σακιά γεμάτα κοπριά, και με ένα πρόσωπο που θα' λεγες πως είχε ξεφύγει από την οικογένεια Μπαρόντσι** ξέχωρα που ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, λιγδιασμένη, μαύρη απ' την καπνιά. Όπως ο γύπας χυμάει ολόισια πάνω στο ψοφίμι, έτσι κι ο Γκούτσιο όρμησε στην κουζίνα, δίχως να κλείσει την κάμαρα του καλόγερου, αφήνοντας τα μπαγκάζια στο έλεος του Θεού.

Αν και Αύγουστος μήνας, πήγε κι έπιασε τα λόγια με τη Νούτα: όπως έλεγαν την υπηρέτρια: ήταν ευπατρίδης, και μάλιστα ευπατρίδης με περγαμηνές, είχε πάνω από δέκα χιλιάδες φιορίνια, δίχως να λογαριάζει τα χρέη που ήταν ακόμα περισσότερα, και ήταν τόσο άξιος κι ήξερε τόσο καλά να μιλάει που κανένας δεν του παράβγαινε σ' αυτό.

Το σκουφί του Γκούτσιο είχε τόση λίγδα, που θα μπορούσε να αντικαταστήσει το λάδι στο καζάνι του Αλτοπάσιο***. Το σακάκι του, γεμάτο τρύπες και χιλιομπαλωμένο, γλιτσιασμένο γύρω στο κολάρο και στις μασχάλες, και γεμάτο λεκέδες, παρουσίαζε μία χρωματική γκάμα πιο πλούσια κι από τα ινδιάνικα και τα τατάρικα υφάσματα, τα παπούτσια του ήταν σκισμένα, οι κάλτσες του ξεφτισμένες, δεν έπιανε χαρτωσιά μπροστά του ο Κύρης του Σατιγιόν****. Της υποσχόταν πως θα την έντυνε και θα τη στόλιζε, πως θα την αποσπούσε απ' τη σκλαβιά, ώστε να μη ξενοδουλεύει, και δίχως να της μιλάει για μεγάλα πλούτη, την άφηνει να ελπίζει μια καλύτερη τύχη. Οι υποσχέσεις κυλούσαν άφθονες, μα όσο γλυκερός κι αν ήταν ο τόνος του, όλες τις έπαιρνε ο άνεμος, και δεν κατέληγαν σε τίποτα, όπως κι οι περισσότερες απόπειρές του.

Οι δύο νέοι είδαν λοιπόν τον Γκούτσιο Πόρκο να νταραβερίζεται με τη Νούτα. Ενθουσιασμένοι που γλίτωναν τον μισό κόπο, μπήκαν δίχως κανένα εμπόδιο στην κάμαρα του αδελφού Σκόρδου, που τη βρήκαν ανοιχτή. Το πρώτο που άρχισαν να ψάχνουν, ήταν το δισάκι. Το άνοιξαν, και μέσα σ' ένα μεγάλο μεταξωτό δέμα είδαν ένα κουτάκι. Μέσα στο κουτάκι βρήκαν ένα φτερό από ουρά παπαγάλου και σκέφτηκαν πως θα' ταν αυτό που είχε υποσχεθεί ο αδελφός Σκόρδος στους κατοίκους του Τσερτάλντο. Και ασφαλώς είχε κάθε ελευεθερία, εκείνον τον καιρό, να κάνει να πιστεύουν ό,τι ήθελε. Τα μπιχλιμπίδια από την Αίγυπτο, που για τη δυστυχία μας πλημμύρισαν αργότερα ολόκληρη την Ιταλία, μόλις τότε είχαν αρχίσει να τρυπώνουν στην Τοσκάνη. Αλλά έστω κι αν τα γνώριζαν στην επαρχία, οι κάτοικοι εκείνης της περιοχής τα αγνοούσαν, μπορούμε να πούμε, ολότελα, εξακολουθώντα να διατηρούν τα παλιά, χρηστά, ήθη. Ώστε, όχι μονάχα δεν είχαν δει ποτέ τους παπαγάλο, μα ούτε καν είχαν ακούσει αυτό το όνομα.

Οι δύο νέοι, χαρούμενοι που είχαν βρει το φτερό, το πήραν, αλλά για να μην αφήσουν το κουτί αδειανό , το γέμισαν με κάτι κάρβουνα που είχαν βρει σε μια γωνιά, και το ξανάκλεισαν. Ύστερα, τακτοποίησαν όλα όπως ήταν πρωτύτερα, κι έφυγαν ευχαριστημένοι, συναποκομίζοντας τη λεία τους. Δεν έμενε πι παρά ν' ακούσουν τι θα' λεγε ο καλόγερος σαν έβρισκε κάρβουνα στη θέση του φτερού.

Οι πιστοί με την απλοϊκή καρδιά, που είχαν λάβει το πρωί, στην εκκλησία, τη διαβεβαίωση πως θα΄' βλεπαν μετά την ένατη ώρα της μέρας το φτερό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, γύρισαν στα σπίτια του μετά τη λειτουργία. Γείτονας στον γείτονα, γειτόνισσα στη γειτόνισσα, ανακοίνωναν την είδηση, κι έτσι, μετά το μεσημεριανό φαγητό, μαζεύτηκε τόσος κόσμος, ανυπομονώντας να δει το φτερό, που μόλις χωρούσε στην πλατεία του χωριού.

Ο αδελφός Σκόρδος, αφού καλόφαγε το μεσημέρι και πήρε έναν υπνάκο, σηκώθηκε λίγο μετά την ένατη ώρα, και βλέποντας το μεγάλο πλήθος που είχε μαζευτεί για να δει το φτερό, παράγγειλε του Γκούτσιο Ιμπράτα να φέρει την κουδούνα και το δισάκι. Ο Γκούτσιο παράτησε με βαριά καρδιά την κουζίνα και τη συντροφιά της Νούτα, και πήγε στην εκκλησία μαζί μ' αυτά που του είχαν ζητήσει. Έφτασε λαχανιασμένος, φουσκωμένος απ' όλο το νερό που είχε πιει. Κατά προσταγή του αδελφού Σκόρδου, βγήκε στην πόρτα της εκκλησίας και σήμανε την κουδούνα με όλη του τη δύναμη. Όταν πια δε χωρούσε ούτε βελόνα στην πλατεία, ο αδελφός Σκόρδος, μη βλέποντας τίποτα το ανώμαλο, άρχισε το κύρηγμα, περιαυτολογώντας και εγκωμιάζοντας τα πεπραγμένα του. Σαν ήρθε η ώρα να δείξει το φτερό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, έψαλε με κατάνυξη το Κύριε, ιλάσθητι και άναψε δύο λαμπάδες, Ύστερα, έβγαλε την κουκούλα του, πήρε το κουτί και ξεδίπλωσε με προσοχή το μεταξωτό ύφασμα. Κι αφού εγκωμίασε με λίγα λόγια τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και το άγιο λείψανο, άνοιξε το κουτί.

Σαν το' δε γεμάτο κάρβουνα, δεν υποψιάστηκε καθόλου τον Γκούτσιο Μπαλένα πως του' χε παίξει αυτήν τη φάρσα, γιατί τον θεωρούσε ανίκανο για κάτι τέτοιο, ούτε τον καταράστηκε που δεν είχε μπορέσει να εμποδίσει άλλους να τον ρεζιλέψουν. Κατγορούσε από μέσα του τον εαυτό του, που είχε εμπιστευτεί τη φύλαξη του θησαυρού του σ' έναν άνθρωπο που τον ήξερε απρόσεχτο, ανυπάκουο, βλάκα κι αφηρημένο. Έμεινε ωστόσο ατάραχος, σήκωσε τα μάτια του και τα χέρια του στον ουρανό, κι ανέκραξε με δυνατή φωνή για να τον ακούσουν όλοι:
«Θεέ μου, ευλογητή η δύναμή σου εις τον αιώνα τον άπαντα!»

Ύστερα έκλεισε το κουτί και στράφηκε στους πιστούς:
«Αφέντες και κυράδες, πρέπει να ξέρετε πως στα νιάτα μου, κατ' εντολήν του ηγουμένου μου, ξεκίνησα για τις χώρες απ' όπου βγαίνει ο ήλιος. Είχα για εντολή και αποστολή να συνεχίσω τις έρευνές μου σχετικά με τα προνόμια της Πορτσελάνα*****, τα οποία, παρά τη δωρεάν χορήγησή τους, είναι πολύ περισσότερο χρήσιμα για τους άλλους παρά για εμάς. Ξεκίνησα λοιπόν. Φεύγω από τη Βενετία, διασχίζω το Μπόργκο ντέι Γκρέτσι, και από κει, με το άλογο, το βασίλειο του Γκάρμπο, και μέσω Μπαλντάκα, φτάνω στο Παριόνε, απ' όπου, ύστερα από λίγο καιρό, πεθαμένος της δίψας, βρίσκομαι στη Σαρδηνία. Αλλά ποιος ο λόγος να σας απαριθμώ όλα τα μέρη που περιηγήθηκα; Αφού πέρασα τον πορθμό σαν Τρόρτζιο, έφτασα στην Τρουφία και την Μπουφία, μεγάλες χώρες με πυκνό πληθυσμό, και από κει στη γη της Φενάκης, όπου συνάντησα πολλούς αδελφούς μας, και άλλους μοναχούς, με ράσα διαφορετικά. Όλοι, για την αγάπη του Θεού, αποφεύγουν να κουράζονται, αδιαφορώντας για τον μόχθο του πλησίον, εφόσον αυτό τους εξασφαλίζει την καλοπέραση, και σ' αυτή τη χώρα ξοδεύουν μόνο κάλπικη μονέδα. Από κει, πέρασα στη γη των Αβρουζίων, όπου άντρες και γυναίκες φορούν σαντάλια για να περπατούν πάνω στα βουνά, και ντύνουν τους χοίρους με τα ίδια τους τα εντόσθια. Λίγο μακρύτερα, βρήκα ανθρώπους που μεταφέρουν τα ψωμιά πάνω σε βέργες και το κρασί μέσα σε ασκιά. Ύστερα, έφτασα στα βουνά Μπάκι,όπου όλα τα νερά κυλάνε στα κατάβαθα της γης. Και με λίγα λόγια, χώθηκα τόσο βαθιά σ' αυτές τις χώρες, που κατέληξα στην Ινδία Παστινάκα, όπου, σας το ορκίζομαι στο ιερό μου σχήμα, είδα καρδινάλιο να πετάει στον αέρα,****** κάτι απίστευτο για όποιον δεν το'χει δει. Κι αν δε με πιστεύετε, δεν έχετε παρά να ρωτήσετε τον Μάζο ντελ Σάτζιο,******* μεγαλέμπορα εγκατεστημένον εκεί, που σπάζει καρύδια και πουλάει τα καρυδότσοφλα λιανικά.

»Επειδή όμως δεν είχα τελειώσει τις έρευνές μου και έπρεπε να διακινδυνέψω πάνω στα κύματα της θάλασσας, γύρισα τα πίσω μπρος, και σελίγο έφτασα στους Αγίους Τόπους, όπου το καλοκαίρι το κρύο ψωμί στοιχίζει τέσσερα δηνάρια και το ζεστό είναι τσάμπα.******** Βρήκα εκεί τον σεβασμιότατο μεσέρ Μημουάπτου,********* άξιο Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ. Από σεβασμό προς το ένδυμα του Αγίου Αντωνίου, που ανέκαθεν φέρω, θέλησε να μου δείξει τα άγια λείψανα που είχε στην κατοχή του. Ήταν τόσο πολλά, που αν ήθελα να σας τα περιγράψω, θα μου' πιανε τόσην ώρα, όσο αν πήγαινα κι εγώ δεν ξέρω πόσα μίλια δρόμο. Πάντως, για να σας παρηγορήσω, θα σας αναφέρω μερικά. Μου έδειξε, πριν απ'όλα, το δάχτυλο του Αγίου Πνεύματος, ανέπαφο και ακέραιο όσο ποτέ· τα κατσαρά του Σεραφείμ που εμφανίστηκε στον Άγιο Φραγκίσκο· ένα νύχι Χερουβείμ· ένα από τα πλευρά του Θεολόγου Βγεστοπαραθύρη· το φόρεμα της Αγίας Καθολικής Πίστεως· μιαν από τις αχτίδες που οδήγησε τους τρεις Μάγους της Ανατολής· ένα μπουκάλι από τον ιδρώτα που έχυσε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ πολεμώντας με τον Διάβολο· το σαγόνι του Αγίου Λαζάρου πριν από την ανάστασή του -και άλλα πολλά και διάφορα.Και επειδή χάρισα στον Πατριάρχη μιαν αφήγηση, στην καθομιλουμένη, σχετικά με τις πλαγιές του Μόντε Μορέλο, και μερικά κεφάλαια του Καπράτσιο, που από καιρό επιδίωκε να τα αποκτήσει, θέλησε να με κάνει συμμέτοχο των αγίων λειψάνων του και μου έδωσε ένα από τα δόντια του Αγίου Σταυρού· ένα μπουκαλάκι με λίγο ήχο από τις καμπάνες του ναού του Σολομώντα· το φτερό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, για το οποίο σας έχω μιλήσει· ένα από τα σαντάλια του Αγίου Γεράρδου της Βιλαμάνγκα, το οποίο, δεν πάει πολύς καιρός, περαστικός από τη Φλωρεντία, το 'δωσα στον Γκεράρντο ντι Μπόνσι, που έχει αυτον τον άγιο σε πολύ μεγάλη ευλάβεια. Τέλος, μου έδωσε και μερικά κάρβουνα, από εκείνα που είχαν χρησιμεύσει για να ψηθεί ο μακαριότατος μάρτυρας άγιος Λαυρέντιος.

»΄Εφερα ευλαβικά στη χώρα μας όλο αυτόν τον θησαυρό. Είναι αλήθεια πως ο ηγούμενός μου μού απαγόρεψε να τον δείχνω πριν να εξακριβωθεί η αυθεντικότητα όλων των κομματιών. Σήμερα, οι ενδοιασμοί μας έχουν πια εκλείψει χάρη σε μερικά θαύματα που οφείλονται σ' αυτά τα ιερά λείψανα, και χάρη σε γραφές που λάβαμε από τον παναγιότατο Πατριάρχη. Έλαβα λοιπόν την εξουσιοδότηση να τα δείχνω. Αλλά επειδή φοβάμαι να τα εμπιστευτώ σε άλλον, τα κουβαλάω πάντα μαζί μου. Έχω μέσα σ' ένα κουτί το φτερό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, για να μη χαλάσει, και μέσα σ' ένα άλλο κουτί τα κάρβουνα της ψησταριάς του αγίου Λαυρεντίου. Αλλά μοιάζουν τόσο πολύ τα δύο κουτιά, που συχνά τα μπερδεύω. Κι αυτό ίσα ίσα μου έχει συμβεί. Αντί να πάρω το κουτί με το φτερό, έφερα το κουτί με τα κάρβουνα. Ωστόσο, δε φαντάζομαι να πρόκειται για λάθος - είμαι μάλιστα βέβαιος πως είναι Θεού θέλημα. Ναι - όσο συλογιέμαι πως ύστερα από δυο μέρες είναι η γιορτή του αγίου Λαυρεντίου, λέω πως ο ίδιος ο Θεός έβαλε στα χέρια μου το κουτί με τα κάρβουνα. Ο Θεός θέλησε να σας δείξω τα κάρβουνα πάνω στα οποία ψήθηκε ο άγιος, για να ξαναφουντώσω στην καρδιά σας την ευλάβεια που του οφείλετε. Εκείνος μ' ἐκανε να μην πάρω το φτερό που είχα στο νου μου, αλλά τα ευλογημένα κάρβουνα, σβησμένα απ' το χυμό που στάλαζε από το αγιασμένο σώμα του.

»Λοιπόν, ευλογητά μου τέκνα, βγάλτε τα καπέλα σας και πλησιάστε με ευλάβεια να τα δείτε. Αλλά πρώτα, επιθυμώ να σας τονίσω ότι, όποιος σημαδευτεί με το σημείο του σταυρού από τούτα τα κάρβουνα, μπορεί να ζήσει όλη τη χρονιά με την πεποίθηση πως η φωτιά δεν θα τον αγγίξει δίχως να νιώσει κάψιμο».

Και αφού τέλειωσε μ'αυτά τα λόγια, έψαλε έναν δοξαστικό ύμνο προς τιμήν του αγίου Λαυρεντίου, και ύστερα άνοιξε το κουτί κι έδειξε τα κάρβουνα, που το χαζό πλήθος τα κοίταζε με ευλαβικό θαυμασμό. Όλοι - πατείς με, πατώ σε - αγωνίζονταν ποιος να πρωτοσιμώσει τον καλόγερο, και με πρόσφορα μεγαλύτερα από άλλοτε, τον παρακαλούσαν να τους κάνει το σημείο του σταυρού που είχε υποσχεθεί. Κι ο αδελφός Σκόρδος, μ' ένα κάρβουνο στο χέρι, μουντζάλωνε με σταυρούς, άσπρα πουκάμισα, σακάκια, γυναικείες μπόλιες, όποιο επιφάνει κι αν έβρισκε, διαβεβαιώνοντας πως αν τα κάρβουνα μίκραιναν μ' αυτή τη μανούβρα, η πείρα τού είχε αποδείξει πολλές φορές πως, όταν έμπαιναν πάλι στο κουτί, ξανάμπαιναν στον παλιό τους όγκο.

Έτσι, λοιπόν, ο Σκόρδος έκανε τη δουλίτσα του, σταυρώνοντας όλους τους κατοίκους του Τσερτάλντο, και ντρόπιασε τους κλέφτες του φτερού που λογάριαζαν να τον ντροπιάσουν. Οι λεγάμενοι, που είχαν μείνει στο κήρυγμα, ακούγοντάς τον να τα καταφέρνει με τόσο καταπληκτική επιδεξιότητα, γέλασαν τόσο πολύ, που λίγο έλειψε να ξεβιδωθούν οι μασέλες τους. Όταν σκόρπισε το πλήθος, πήγαν και βρήκαν τον καλόγερο, και με το μεγαλύτερο κάφι, του ομολόγησαν τη φάρσα τους και του' δωσαν πίσω το φτερό. Και μ' αυτό, τον κατοπινό χρόνο, έκανε πάλι τη δουλίτσα του, όπως την είχε κάνει με τοα κάρβουνα.

ΤΕΛΟΣ

Σημειώσεις του Μεταφραστή:
*Πιθανότατα κάποιος γελοιογράφος εκείνου του καιρού.
**Οικογένεια διάσημη για την ασκήμια της.
***Οι καλόγεροι της μονής του Αλτοπάσιο μοίραζαν σούπα στους φτωχούς.
****Ο βασιλιάς της Γαλλίας.
*****Οι τοποθεσίες είναι ως επί το πλείστον φανταστικές και πολλές από τις φράσεις της ομιλίας του καθαυτό ασυναρτησίες.
******«Καρινάλιος» είναι και πουλί των τροπικών. Στο πρωτότυπο, το λογοπαίγνιο είναι διαφορετικό, αλλά δεν ταιριάζει στα ελληνικά.
*******Όγδοη μέρα, τρίτο αφήγημα.
********Στο κέιμενο: «Μη με μέμφεστε, παρακαλώ».

Και λίγη μουσική για την υπόλοιπη μέρα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου