Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Είναι τελικά η προβολή της βίας πάντα θεμιτή;

Στον απόηχο του τρόμου της προηγούμενης αιματηρής Δευτέρας - ναι, φτάσαμε κιόλας στον απόηχο τόσης βίας - ακόμα ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός μετράει τις πληγές του. Μία, εν ψυχρώ δολοφονία ενός πρέσβη μπροστά στα μάτια της συζύγου του και τόσων άλλων ανθρώπων, την ισοπέδωση άλλων δώδεκα ψυχών στο Βερολίνο, τους πυροβολισμούς στη Ζυρίχη και τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στις Βρυξέλλες και ο φόβος που κέρδισε λίγο ακόμα έδαφος. Για άλλη μία φορά είχαμε μία πληθώρα οπτικοακουστικού υλικού στα χέρια μας, ειδικά από τη δολοφονία του Ρώσσου πρεύσβη, καθώς η όλη εκδήλωση, όπως είναι και το φυσιολογικό, καλυπτόταν από αρκετούς δημοσογράφους. Ομολογώ όμως, ότι, παρά την πληθώρα αυτή του υλικού, είτε δεν είχα το κουράγιο είτε είχα τη σύνεση να αποφύγω να παρακολουθήσω τα όποια σχετικά βίντεο, πράγμα που με προβλημάτισε αρκετά.


Αφενός, είναι σίγουρα όχι μόνο θεμιτό, αλλά και απαραίτητο, να υπάρχει αυτή η έκθεση στην ωμή και πραγματική βία, καθώς μόνον έτσι αποκαλύπτεται η καταστροφική της επίδραση πάνω στον ίδιο άνθρωπο, μόνον έτσι γίνεται ξεκάθαρη η πλήρης αναποτελεσματικότητά της. Διότι, η βία είναι μία πρωτόγονη μορφή μιας ατελούς επιχειρηματολογίας, μίας λογικοφανούς απόδειξης ενός ισχυρισμού και ως τέτοια καλώς κεκαλυμμένη εκδήλωση, αν δεν εκφραστεί πλήρως δεν θα «ξεσκεπαστεί» η ρηχότητά της, αλλά θα μπορέσει να συνεχίσει να παίζει και να κρύβεται μέσα στις σκιές. Είναι, λοιπόν, αναγκαία αυτή η προβολή της βίας από τα μέσα ενημέρωσης, στον αγώνα εναντίον της. Είναι όμως απαραίτητη πάντα και η αποδοχή της από το κοινό;

Εξηγούμαι.

Εκτιθέμενος κανείς στη βία συνεχώς, εθίζεται σε αυτή· εθίζεται με δύο διαφορετικούς, αλλά εξίσου καταστρεπτικούς τρόπους. Στη μία περίπτωση, ενδέχεται να γίνει και ο ίδιος φορέας του μίσους που γεννά τη βία, να γίνει και ο ίδιος, από αποδέκτης του ερεθίσματος της βίας, ιερέας της και κοινωνός της. Διότι, αν η βία για τον «άλλον» ήταν μία λύση, ένας τρόπος έκφρασης, γιατί να μην είναι και για τον ίδιο; Στην άλλη περίπτωση, εκείνη δηλαδή που το λογικό ή το συναίσθημα του καθενός επιβάλλεται πάνω στην προτόγονη ανάγκη μίμησης του πλησίον και εμποδίζει την υιοθέτηση της βίας ως μία αποδεκτή πλέον συμπεριφορά, εμφανίζεται μία πιο λεπτή, δευτερογενής επίπτωση της έκθεσης στη βία. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα χέρια, όταν αυτά εκτίθενται σε αντίξοες συνθήκες, η πρώτη μαλακή υψή τους αντικαθίσταται από κάλους, έτσι και ο άνθρωπος που εκτίθεται συνεχώς στη βία, κινδυνεύει από τη γέννεση ψυχικών κάλων, από μία «απευαισθητοποίηση» απέναντι στη βία.

Οι συνέπειες αυτής της απευαισθητοποίησης είναι ίσως λιγότερο καταστροφικές για τον ίδιο τον άνθρωπο αλλά είναι σίγουρα συγκρίσιμες στο εύρος των προβλημάτων που προκαλούν με μία ωμή εκδήλωση βίας. Είναι επιβλαβείς όχι γιατί βλάπτουν άμεσα το συνάνθρωπο, αλλά γιατί οδηγούν στην αποδοχή της βίας ως κάτι φυσιολογικό, κάτι αναμενόμενο. «Πάλι τρομοκράτες;» μπορεί να σκέφτηκε κάποιος όταν άκουσε τα όσα συνέβησαν στο Βερολίνο. Είναι ταυτόχρονα μία αγανάκτηση αλλά και μία σιωπηρή αυτό το «πάλι», είναι η πνιγμένη φωνή της δικαιοσύνης που δε μπορεί να βγει απ' το λαρύγγι. Δε μπορεί να βγει γιατί μπορεί να ακουστεί παράταιρη με το υπόλοιπο σύνολο. Αλλά η σιωπή είναι συνενοχή, είναι - ακόμα χειρότερα - αποδοχή της κατάστασης, είναι δυνάμει παραίτηση από τα εγκόσμια.

Κλείνοντας, ποια είναι η ευθύνη του καθενός μας απέναντι σε αυτήν την κατάσταση; Προσωπικά τελείως μιλώντας, συνειδητοποιώντας αυτήν την απευαισθητοποίηση, η μόνη λύση που βρήκα, εφόσον δε μπορούσα - και δε θα έπρεπε - να σβήσω τη βία από τα μέσα ενημέρωσης, ήταν να αναλάβω την ευθύνη μου και να μην εκτίθεμαι ο ίδιος στη βία που προβάλλεται, όταν νιώθω ότι αυτό θα με εξοικειώσει τόσο πολύ μαζί της που θα με κάνει κτήμα της. Τουλάχιστον έτσι μπορώ να νιώθω ότι, όταν θα επιλέξω να εκτεθώ στη βία θα στενοχωρηθώ, θα λυπηθώ και θα συγκλονιστώ πραγματικά.

Πολύ βάρυνε το κλίμα όμως.
Καλές γιορτές!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου