Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Ερωτικά Επιγράμματα

Μία ωραία και ήσυχη Κυριακή σήμερα -εντάξει, έχει λίγη παραπάνω "κουφόβραση", αλλά τι να κάνουμε τώρα - και οι ωραίες μέρες ενδείκνυνται για ωραία συναισθήματα. Ένα από αυτά τα ωραία συναισθήματα είναι και ο έρωτας· ο έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις του.


Έτσι και η σημερινή ανάρτηση, υποτασσόμενη στην ημέρα (διότι δεν είναι μόνο του Αγίου Βαλεντίνου η γιορτή του έρωτα), θα έχει σαν θέμα της αυτό ακριβώς το συναίσθημα, όπως το συναντά κανείς μέσα στα Ερωτικά Επιγράμματα, το Πέμπτο Βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας (για κάποιες πληροφορίες παραπέμπεται ο αναγνώστης εδώ).

Όλες οι μεταφράσεις είναι του κ. Γιώργου Κεντρωτή, από την έκδοση των Ερωτικών Επιγραμμάτων από τις Εκδόσεις Gutenberg.

Μία αφιέρωση στην Βερενίκη, από τον Καλλίμαχο:

Τέσσαρες αἱ Χάριτες· ποτὶ γὰρ μία ταῖς τρισὶ κεὶναις
ἂρτι ποτεπλάσθη κἧτι μύροισι νοτεῖ.
εὺαίων ὲν πᾶσιν ὰρίζαλος Βερενίκα,
ἇς ἄτερ οὐδ' αὐταὶ ταὶ Χάριτες Χάριτες.
Και η μετάφραση:
Ως γνωστόν οι Χάρφιτες είναι τέσσερις:
στις τρίς παλιές προστέθηκε άλλη μία
-φρέσκια, νίοπλαστη, στο μύρο βαφτισμένη:
η Βερενίκη, η πιο ζηλευτή στις ζηλευτές,
στις όλβιες μέσα η τρισπανόλβια.
Τέσσερις, λοιπόν, και κλείσαμε!
Χωρίς αυτήν οι Χάριτες λειψή είχανε τη χάρη,
αφού κάτι τους έλειπε: τους έλειπε η Βερενίκη!

Ένα συγκινητικό μείγμα κτητικότητας και προστατευτικότητας από τον Μελέαγρο:
Ὀξυβόαι κώνωπες, ἀναιδέες αἵματος ἀνδρῶν
σίφωνες, νυκτὸς κνώδαλα διπτέρυγα,
βαιὸν Ζηνοφίλαν, λίτομαι, πάρεθ' ἥσυχον ὕπνῳ
εὕδειν, τἀμὰ δ', ἰδού σαρκοφαγεῖτε μέλη.
καίτοι πρὸς τί μάτην αὐδῶ; καί θ[ρες ἄτεγκοι
τέρπονται τρυφερῷ χρωτὶ χλιαινόμενοι.
ἀλλ' ἔτι νῦν προλέγω, κακά θρέμματα, λήγετε τόλμης,
ἢ γνώσεσθε χερῶν ζηλοτύπων δύναμιν.
Και η μετάφραση:
Κουνούπια οξύβουα, που με αναίδεια χαρακτηριστική για σας
ρουφάτε το αίμα των ανθρώπων, νυκτός κνώδαλα διπτέρυγα,
αφήστε, σας ικετεύω, τη Ζηνοφίλη, το κουκλάκι, λίγο ύπνο ήσυχο
να έχει, κι ορμήχτε, να!, εδώ!, στα μέλη τα δικά μου να τα φάτε!
Ματαίως όμως σας παρακαλώ...
Σας βλέπω! - δε σας βλέπω, άσπλαχνοι κυνηγάρηδες, πώς ευφραινόσ' τε ανενόχλητοι στο τρυφερό της δέρμα;!
Για προσέξτε, όμως, θρέμματα κακά και ανάγωγα, για προσέξτε καλά
και κόψτε το, μη χρειαστεί να δοκιμάσετε των ζηλοτύπων χεριών μου το μένος!

Όταν κάποιος άλλος χαίρεται αυτό που εσύ ποθείς (του Μελεάγρου):
Δημὼ λευκοπάρειε, σὲ μέν τις ἔχων ὑπόχρωτα
τέρπεται, ἀ δ' ἐν ἐμοὶ νῦν στενάχει κραδία.
εἰ δἐ σε σαββατικός κατέχει πόθος, οὐ μέγα θαῦμα
·
ἔστι καὶ ἐν ψυχροῖς σάββασι θερμὸς ἔρως.
Και η μετάφραση:

Δημώ μου ροδομάγουλη, ο Όβριος που σου τρυγά τώρα τα ρόδα
είν' όλβιος, κι εμέ μου σκίζεται η καρδιά στα δυό κι αναστενάζει.
Κι αν σ' έπιασε πόθος σαββατιάτικος, σιγά μωρέ το μέγα θαύμα!
Και τα ψυχρά τα Σάββατα... και τότε ακόμη θερμός ο έρως είναι.

Μία σκηνή καθημερινής ευτυχίας από τον Ασκληπιάδη:
Τῶν καρύων ἡμῖν λάβε * κώλακας (ἀλλά ποθ' ἥξει;)
καὶ πέντε στεφάνους τῶμ ῥοδίνων. «Τί, τὸ ...» «Πάξ».
οὐ φὴς κέρματ' ἔχειν; διολώλαμεν. οὐ τροχιεῖ τις
τὸν Λαπίθην; λῃστήν, οὐ θεράποντ' ἔχομεν.
Και η μετάφραση:

Τρεις χοίνικες καρύδια πάρε μας (μιλάω και χαζεύει...)
και πέντε στεφάνια με ρόδα καλά. - Ναι, ξέρετ όμως... - Σκασμός!
Και μη μου πεις δεν έχεις χρήματα! Χαθήκαμε! Βουλιάζουμε! Πάμε!
Στον άσο πάλι εμείναμε, Λαπίθη;! Θα σου μετρήσω ένα-ένα τα πλευρά!
Δεν έχουμε δούλο στο σπίτι μας εμείς... λήσταρχο έχουμε! Που μας κλέβει.
 
Και κάτι πιο σόκιν για το κλείσιμο (του Ρούφινου):
Πυγὰς αὐτὸς ἔκρινα τριών· εἵλοντο γὰρ αὐταὶ
δείξασαι γυμνὴν ἀστεροπὴν μελέων.
καἰ ῥ' ἡ μὲν τροχαλοῖς σφραγιζομένη γελασίνοις
λευκῇ ἀπὸ γλουτῶν ἤνθεεν ευαφίῃ
·
τῆς δὲ διαιρομένης φοινίσσετο χιονέη σὰρξ
πορφυρέοιο ῥόδου μᾶλλον ἐρυθροτἐρη·
ἡ δὲ γαληνιόωσα χαράσσετο κύματι κωφῷ,
αὐτομάτη τρυφερῷ χρωτὶ σαλευομένη.
εἰ ταύτας ὁ κριτὴς ὁ θεῶν ἐθεήσατο πυγάς,
οὐκέτ' ἂν οὐδ' ἐσιδεῖν ἤθελε τὰς προτέρας.
Και η αποκαλυπτική  μετάφραση:

Κώλων κριτής για τρεις εμπήκα.
Οι ίδιες εκείνες οι τρεις, που με φωνάξαν για να κρίνω
ποια είχε τον καλύτερο, τον πιο περιποιημένο,
τα μέλη τους τ' αστραφτερά εγύμνωσαν μπροστά μου ευθύς,
και ιδού ελόγου μου τι εκεί πέρα είδα:
Της πρώτης ολοστρόγγυλος ήταν και λευκός... μια τρυφεράδα...
κι ανάμεσα στους ολογέλαστους γλουτούς της είχε μπει σφραγίδα
από άνθη πολλά παμποίκιλα ευώδη... καλλιγραφία σκέτη... να τα μαδάς να μην τελειώνεις.
Της άλλης, λευκός κι αυτός... λευκός σα χιόνι, όμως...
κι όταν εχωριζότανε στα δυο του ημισφαίρια,
σού' βγανε έξω, μες στο φως, και σού' δειχνε σάρκα ροδαλή,
πιο κόκκινη κι απ' το πιο κόκκινο ρόδο ακόμα.
Της τρίτης ήταν ατρέμητος, στρωτός, γαλήνιος,
ίδιος θάλασσα λάδι που μόλις και σαλεύει,
όταν έρθει κυματάκι μοχθηρό να τη χαϊδέψει λίγο.
Ο Πάρις, λέω - αν ήταν στη θέση μου κριτής ο Πάρις, ο θεός,
κι είχε αντικρίσει του κώλους που εγώ είδα, ο θνητός,
των τριών δικών του θεαινών ούτε που θά' θελε να δει ποτέ τα κάλλη.


Και λίγη μουσική για το γλυκό αυτό βράδυ (και τα τέσσερα μέρη του κουαρτέτου):


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου