Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

Φωνάζουν όσοι δεν ακούμε

 Πρόσφατα, με αφορμή τον θάνατο του γνωστού καλλιτέχνη Mad Clip, μου έστειλε ένας φίλος ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στον ηλεκτρονικό τύπο. Η αλήθεια είναι ότι το άρθρο μου φάνηκε κακογραμμένο - ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, αδόμητος λόγος και άλλα πολλά. Αλλά αυτά δεν μπορούν να κάνουν από μόνα τους ένα άρθρο κακό - απλά κακογραμμένο. Αλλά το εν λόγω άρθρο είναι κακό, με κάθε σχεδόν έννοια, γιατί εκφράζει μία άποψη εξ ορισμού άσχημη - ίσως άσχημη μέσα στην αφέλειά της κι όχι κακοπροαίρετα, ωστόσο.

Αλλά για να μη σας αφήνω μέσα στην αγωνία, να δούμε λίγο πρώτα για τι μιλάει το άρθρο - τουλάχιστον όπως το καταλαβαίνω εγώ, αν και μάλλον δεν είναι πολύ διαφορετικές οι προθέσεις του αρθρογράφου. Με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο του Mad Clip κι έπειτα από μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν του, ο αρθρογράφος μας ενημερώνει για το πώς οι νεολαίες καταστρέφονται περιοδικά - ανά πενταετίες [sic] - ενώ επίσης ασχολείται και λίγο με το πώς οι νεότερες γενιές φωνάζουν για να τραβήξουν την προσοχή των μεγαλύτερων (φαντάζομαι). Όλο αυτό το παραλήρημα επιστεγάζεται από μία μικρή αναφορά στην αστυνόμευση των δρόμων και το πώς αυτή έχει μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια υπό τον πολιτικό προϊστάμενο του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.

Εντάξει, όχι κάτι το ιδιαίτερο - διαβάστε το, αν θέλετε περισσότερες λεπτομέρειες - αλλά εμένα μου φάνηκε επιεικώς άθλιο. Άθλιο, κυρίως, για το σημείο στο οποίο ασκεί κριτική στις νέες γενιές που φωνάζουν για να τραβήξουν την προσοχή [sic]. Ίσως να μην είναι σαφές, αλλά κανείς δεν ωθείται να φωνάξει από το πουθενά - είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Οι «φωνές» είναι ένας ακόμα τρόπος να ακουστεί κανείς όταν κανείς δε φαίνεται να δίνει την απαραίτητη προσοχή. Κι αν αυτές οι φωνές ενοχλούν, γιατί περιέχουν μηνύματα σεξιστικά, προτρέπουν σε συμπεριφορές επικίνδυνες κι απερίσκεπτες ή για όποιον άλλον λόγο κρίνει κανείς, σίγουρα λίγη ακόμα κριτική δε θα λύσει το πρόβλημα. Διότι, αν ο απώτερος σκοπός αυτού που φωνάζει - ένας σκοπός που μπορεί, βέβαια, να έχει ξεχαστεί - είναι να ακουστεί, όταν κανείς κωφεύει και στέκεται στις φωνές τις ίδιες, μάλλον δε βοηθά.

Αλλά, σε έναν μεγάλο βαθμό, έχουμε συνηθίσει τους παράλληλους μονολόγους. Βγαίνει κανείς, παρουσιάζει τη θέση του, και περιμένει την αντίθεση μόνο ως αφορμή για να παρουσιάσει εκ νέου τη θέση του. Έτσι, στις φωνές μίας γενιάς που δεν ακούγεται - χωρίς να είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία, σαφώς - απαντά κανείς με άλλες, «ώριμες» φωνές. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε δύο παράλληλα παραληρήματα, δύο ντελίρια στα οποία κανείς δεν ακούει κανέναν και, προφανώς, κανείς δε λύνει τίποτα. Είναι εύκολο να ψάξει κανείς τις αιτίες μίας συμπεριφοράς ενός άλλου στον ίδιο τον άλλο, αλλά είναι δύσκολο να κοιτάξει το περιβάλλον αυτού για να τις δει - ειδικά, δε, όταν είναι μέρος του. Ανάλογα, αν κάποιος ψέγει τους σημερινούς εφήβους για τις φωνές τους, μήπως θα έπρεπε πρώτα να ψέξει τον εαυτό του για την κατάσταση αυτή; Στο τέλος της ημέρας, οι σημερινοί έφηβοι, όπως κάθε νέα γενιά, δε φυτρώνει στις κοινωνίες μας, μεγαλώνει μέσα σε αυτές.

Την επόμενη φορά, λοιπόν, που κάποιος θα θεωρήσουμε ότι φωνάζει, πριν «ενοχληθούμε», ας σκεφτούμε γιατί - και για τι - φωνάζει.

Καλό απόγευμα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου