Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

Στρατευμένη τέχνη

Κάπου μέσα στο καλοκαίρι, δε θυμάμαι πότε ακριβώς, βρέθηκα να παρακολουθώ σε μία στενή πλην όμως συμπαθητική αυλή ενός νεοκλασσικού κτιρίου στο κέντρο της Αθήνας μία ερασιτεχνική θεατρική παράσταση. Γενικά μου αρέσει το θέατρο και παρακολουθώ συχνά και ερασιτεχνικό θέατρο - άλλωστε, η Αθήνα είναι μία από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με τις περισσότερες ερασιτεχνικές σκηνές. Η εν λόγω παράσταση που παρακολουθήσαμε αποτελούνταν από διάφορα μικρά σκετς τα οποία ήταν βασισμένα σε ποιήματα και πεζά που αφορούσαν τον κορωνοϊό και την περίοδο των δύο καραντίνων - ειδικά, δε, τη δεύτερη.

Το πώς έπαιξαν τα παιδιά γενικά μου άρεσε - τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Ωστόσο, τα κείμενα τα βρήκα στις περισσότερες περιπτώσεις ανιαρά και σε αρκετές αρκετά ιδεολογικά τυφλωμένα - η κατεύθυνση δεν έχει και τόση σημασία εν προκειμένω. Αυτό, μπορώ να πω, με απογοήτευσε αρκετά, γιατί είχα μονίμως την αίσθηση ότι παρακολουθούσα κάποιου είδους κομματική εκδήλωση και όχι κάποια παρουσίαση ενός ερασιτεχνικού θιάσου - όχι ότι το ένα αποκλείει το άλλο, απλά εγώ δεν ήμουν προετοιμασμένος για το πρώτο. Τελικά, αυτή μου η αίσθηση επιβεβαιώθηκε εκ των υστέρων, όταν και έμαθα ότι η παράσταση δινόταν στα πλαίσια εκδηλώσεων που τελούνταν υπό την αιγίδα συγκεκριμένης κομματικής νεολαίας. Αλλά, αυτή η απρόσμενη συνάντηση με έντονα ιδεολογική - στρατευμένη, που λέμε - τέχνη, πυροδότησε αρκετούς προβληματισμούς.

Από αυτούς, ο πιο εκτεταμένος, κι αυτός που ήταν σε έναν μεγάλο βαθμό ζυμωμένος ήδη μέσα μου, είχε να κάνει με την ίδια την τέχνη στις μέρες μας. Συχνά, από κάθε μορφής τέχνη, αποκομίζω μία αίσθηση κορεσμού. Ότι όλα έχουν γίνει, όλα έχουν γραφτεί, όλα έχουν παιχτεί, όλα έχουν σχεδιαστεί, σκαλιστεί, κατασκευαστεί. Ότι οι εκφραστικές δυνατότητες της τέχνης είναι πεπερασμένες και τις έχουμε σχεδόν εξαντλήσει και τώρα απλά μασάμε μία τσίχλα που πλέον έχει γεύση ξερού καουτσούκ. Αλλά, πάντα κάτι συμβαίνει και αυτή η αίσθηση κορεσμού απομακρύνεται για αρκετό καιρό από τις σκέψεις μου.

Ένα ανάλογο συναίσθημα μου γέννησε και η παραπάνω παράσταση. Έχοντας έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα, με έκανε να ενοχληθώ, κυρίως από τον τρόπο που τοποθετούνταν για τα πράγματα - άσχετα αν συμφωνούσα ή διαφωνούσα. Κι αυτό μου θύμισε πολλά άλλα πιο σύγχρονα έργα που είναι έντονα ιδεολογικά. Αυτό που χαρακτηρίζει όλα αυτά τα στρατευμένα έργα του καιρού μας είναι μία έντονη αποστροφή προς τον άλλο. Μία απέχθεια προς την αντίθετη θέση - ή, και γενικότερα, τη διαφορετική. Όλα αυτά τα έργα μου δίνουν την εντύπωση ότι αυτό που έλκει το κοινό τους και τους ίδιους τους καλλιτέχνες δεν είναι παρά αυτό το, συχνά υπαρκτό, μίσος για την αντίθεση. Σαν να συσπειρώνονται όχι γύρω από κοινές αξίες, ιδέες, συμφέροντα, αλλά απέναντι από εχθρούς (υπαρκτούς ή και όχι). Πλέον, σε έναν βαθμό τόσο μεγάλο που σχεδόν να τη χαρακτηρίζει, η στρατευμένη τέχνη δείχνει να έχει αυτόν τον χαρακτήρα του ετεροκαθορισμού: βρίσκω τους ομοίους μου μέσα από την απομείωση του ίδιου «αντιπάλου».

Αυτό όμως δε συνέβαινε πάντα, σίγουρα όχι. Αν σκεφτούμε όποιας παλιότερης εποχής στρατευμένα έργα - ποιήματα, τραγούδια, ο,τιδήποτε - θα διακρίνουμε έναν χαρακτήρα γνήσιας συσπείρωσης. Τα παλιότερα αυτά έργα έχουν σαν ξεκάθαρο στόχο όχι τόσο να επιτεθούν στο αντίπαλο δέος, όσο να σταθούν πλάι στους ομοίους. Σε αυτούς που οι συγκυρίες, η ζωή, φέρνει φύσει κοντά και όχι σε αυτούς που ευκαιριακά συγχρωτίζονται, απλά για να ρίξουν λίγη λάσπη με το καλλιτεχνικό τους φτυάρι. Τα παλιότερα στρατευμένα έργα φέρουν μία γνησιότητα ως προς το περιεχόμενό τους και τα μηνύματα τα οποία εκφράζουν, ενώ τα νέα δείχνουν απλά τον δρόμο προς τον «άλλο», χωρίς πολλές φορές καν να έχουν κάποιο νόημα, πέρα από αυτό που μπορεί να φέρουν τα ίδια τα μέσα που χρησιμοποιούν.

Τώρα, θα πει κανείς, αυτά όλα μπορεί πολύ απλά να είναι κάποια ρομαντικοποίηση του παρελθόντος και τα λοιπά, και τα λοιπά. Ωστόσο, δεν είναι δα και δύσκολο να παρατηρήσει κανείς μία ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές εποχές της στρατευμένης τέχνης. Στο παρελθόν κυριαρχεί ένα αίσθημα του εμείς σε κάθε τέτοιο έργο. Είναι έργα που χαρακτηρίζουν γνήσια την ομάδα, δείχνουν ότι την εκφράζουν πρωτογενώς. Αντιθέτως, η κριτική στον άλλο έχει δευτερεύοντα ρόλο, ακριβώς γιατί δεν έχει τόση σημασία ο άλλος καθεαυτός όσο το ότι η τέχνη έρχεται για να ανακουφίσει, να εμψυχώσει και να δώσει ελπίδα. Αυτά, όμως ανήκουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στο παρελθόν. Διότι στην σύγχρονη εκδοχή της ιδεολογικά στρατευμένης τέχνης κυρίαρχο ρόλο παίζει η κριτική. Κριτική προς πάσα κατεύθυνση. Κριτική και επίθεση, χωρίς όρια και χωρίς νόημα, συχνά. Από αυτήν αναδύεται πολλές φορές ένα νοσηρό εμείς, το οποίο όμως δεν έχει νόημα, ακριβώς γιατί δεν έχει τον πρώτο λόγο στην τέχνη. Αυτή η μορφή τέχνης δεν εξυπηρετεί την ανακούφιση, εξυπηρετεί την εκτόνωση. Την εκτόνωση ενός συσσωρευμένου θυμού, ενός μίσους, μίσους πολλές φορές ασυσχέτιστου με τους αποδέκτες του. Ενός μίσους προς πάσα κατεύθυνση.

Η τέχνη, όμως, δεν εκφράζει παρά την εποχή της. Έτσι, αν τα παραπάνω ηχούν σαν μομφή προς την σύγχρονη στρατευμένη τέχνη, δεν είναι παρά μομφή προς την ίδια μας την εποχή - άρα, και προς εμάς, τους πρωτεργάτες της. Αν η τέχνη είναι άγαρμπη, επιθετική, ανούσια, σκουπιδένια, τότε η εποχή είναι αυτή που καλλιεργεί τον θυμό που εκρήγνυται, που στερεί την ουσία, που μας γεμίζει σκουπίδια. Κι αν η εποχή τα κάνει αυτά, τότε εμείς είμαστε αυτοί που τα κάνουμε, γιατί εμείς είμαστε αυτοί που καθορίζουν την εποχή μας.

Διότι, μπορεί το χθες να κοιτάζει το σήμερα, αλλά βλέπει μόνο την πλάτη του.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου