Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

Το μπαλόνι

Κρατούσε στο χέρι του ένα μπαλόνι. Ήταν ένα μπαλόνι σαν όλα τ' άλλα. Το μόνο που το έκανε να είναι λίγο διαφορετικό ήταν ότι βρισκόταν στο χέρι του. Αλλά, και το χέρι μήπως δεν ήταν σαν όλα τ' άλλα; Μήπως κι αυτός δεν ήταν σαν όλους τους άλλους; Ήταν ένας ακόμα. Αυτό μόνο· ένας ακόμα.


Κρατούσε στο χέρι του ένα μπαλόνι. Αλλά, δεν ήξερε γιατί και, πολύ περισσότερο, δεν ήξερε πώς. Πώς βρέθηκε στα χέρια του αυτό το μπαλόνι, πώς τυλίχτηκε το σχοινί του γύρω από το χέρι του, πώς, ακόμα - ακόμα, έβρισκε τη δύναμη να κρατήσει στο χέρι του αυτό το μπαλόνι. Ένιωθε ότι κατέβαλλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να το κρατήσει στο χέρι του. Δεν ήταν δυνατό να κρατάει αυτό το μπαλόνι για πολύ ακόμα στο χέρι του. Έπρεπε απλά να το αποφασίσει.

Κρατούσε στο χέρι του ένα μπαλόνι. Κοίταξε γύρω. Οι άλλοι, έδειχναν άνετοι με το μπαλόνι τους. Απλά κρεμούσαν το χέρι τους κάτω και το μπαλόνι τούς ακολουθούσε, απλά και ήσυχα. Κοίταξε, έπειτα, και το δικό του μπαλόνι. Αυθαδίαζε και ταρακουνιόταν, σα να είχε σπασμούς, σα να μην ήθελε να ακολουθήσει τον αφέντη του. Αλλά δε γίνεται ένα μπαλόνι να αυθαδιάζει. Ένα μπαλόνι έχει έναν και μόνο κύριο· το χέρι που το κρατά. Και, το χέρι αυτό, με τη σειρά του, έχει έναν και μόνο κύριο· τον ίδιο. Έτσι σκέφτηκε. Αλλά το μπαλόνι δεν τον άκουσε. Το μπαλόνι αγνόησε αυτή τη σκέψη.

Κρατούσε στο χέρι του ένα μπαλόνι. Για πόσο όμως; Τίποτα δεν μπορούσε να του το απαντήσει αυτό. Ίσως δεν είχε και νόημα, πια να αναζητά απάντηση. Άλλωστε, κάπως είχε ελαφρύνει τώρα. Ήταν πια, υποφερτό. Αλλά ακόμα απειθούσε. Έκανε να κουνήσει λίγο το χέρι του να ξεμουδιάσει και, τότε, το μπαλόνι βάρυνε. Βάρυνε ίσα με χίλιες φορές και, για μια στιγμή, ένιωσε ότι του τσάκιζε το χέρι. Πήγε να φωνάξει από τον πόνο. Αλλά δεν έφτασε. Τόσος κόσμος γύρω του ήταν άνετος· αυτός δεν είχε λόγο να φωνάζει. Ένα μπαλόνι ήταν. Έπρεπε απλά να το αποφασίσει.

Κρατούσε στο χέρι του ένα μπαλόνι. Όλη αυτήν την ώρα, ασχολιόταν μόνο με το μπαλόνι. Αλλά δεν ήξερε τίποτε άλλο. Πού βρισκόταν και πού πήγαινε, ποιοι ήταν αυτοί γύρω του; Αλλά, δεν τον απασχολούσε και τόσο πολύ. Δεν ήταν αυτοί το εμπόδιό του. Αυτό το καταραμένο μπαλόνι ήταν εκεί, από πάνω του, και επόπτευε κάθε του κίνηση. Αυτό ήταν που τον εμπόδιζε. Αυτό ήταν που τον βάραινε.

Κρατούσε στο χέρι του ένα μπαλόνι. Μέχρι που, ξαφνικά, αυτό μπλέχτηκε στα κλαδιά ενός δένδρου. Ένιωσε ένα δυνατό τράβηγμα στο χέρι του προς τα πάνω και έστρεψε αμέσως το βλέμμα του κατά 'κει. Είδε το μπαλόνι να τον ικετεύει να το κατεβάσει. Αλλά δεν ήθελε. Δεν του άξιζε, άλλωστε. Τι έκανε αυτό το μπαλόνι για εκείνον, πέρα από το να τον βαραίνει. Το κοίταξε με προσοχή και του έγνεψε, αποχαιρετώντας το. Έκανε ένα βήμα. Έκανε κι άλλο ένα βήμα. Αλλά το χέρι του ήταν το ίδιο βαρύ. Κοίταξε πάλι πίσω του. Ήταν εκεί. Κάπως είχε ξεμπλεχτεί.

Κρατούσε στο χέρι του ένα μπαλόνι. Μέχρι που, απλά, το άφησε να φύγει.

*

Λίγη μουσική, για το βράδυ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου